Εμείς τα εορταστικά κάλαντα για τα Χριστούγεννα, την Πρωτοχρονιά, των Φώτων και τ Άι-Γιαννιού, τα λέγαμε μόνο το βράδυ και την παραμονή της κάθε γιορτής.
Με το πέσιμο του ήλιου βγαίναμε παρεούλες τα μικρά, για να τα πούμε στα γύρω σπιτόπουλα της γειτονιάς μας.
- Χριστός Γεννάται Σήμερα, εν Βηθλεέμ την πόλη, αντηχούσαν τρεμουλιαστές οι παιδικές μας φωνές, απ το κρύο που μας έκοβε, τούτες τις ώρες.
Γυρνούσαμε ξυπόλητα και νηστικά στα γύρω σοκάκια
και η νύχτα όλο και πιο πολύ πύκνωνε κι έπεφτε το σκοτάδι.
Παλτά, είχαμε σχεδόν όλα τα μικρά απ τις στρατιωτικές κουβέρτες
τις έβρισκες παντού.
Τα πόδια μας όμως ξυλιάζανε απ το κρύο, γιατί ήταν γυμνά και ξεροσκασμένα απ τις λάσπες.
- Βασίλη μ’ πούθεν έρχεσαι και πούθε κατεβαίνεις.
Για να βλέπουμε που πατάνε τα ζόρκα ποδάρια μας τούτες τις ώρες, άνάβαμε απομεινάρια κεριών, που κλέβαμε απ το πανέρι του Πλιακοπάνου.
Οι νοικοκυρές, άνοιγαν την πόρτα τους και μας δίνανε για το καλό φιλέματα, λαδόπιτες, ζαχαρόπιτες, πετιμεζόπιτες, καρύδια, μύγδαλα, κυδωνιά και ότι άλλο τους περίσσευε.
Τον Άι-Βασίλης βέβαια, δεν τον είδαμε ποτέ...
Μόνο μια φορά -κάποιο πρωινό της πρωτοχρονιάς-
βρήκα πάνω στη στάχτη του τζακιού ένα τσιγάρο
και η μάνα μου είπε πως θάπεσε του Άι-Βασίλης,
όταν θέλησε να κατέβει στο σπίτι απ το μπχαρί,
αλλά φαίνεται πως αυτό ήταν στενό και δεν τον χώραγε.
Τούτες τις μέρες, εμείς τα μικρά φροντίζαμε και για τις κουτσούνες,
που είναι το σύμβολο της τύχης.
Τις ξεριζώναμε με πολύ κόπο στο λιμνοβρόχι και τις φέρναμε στην αυλή του σπιτιού, για να τις βάλουμε ανήμερα την πρωτοχρονιά μέσα στο σπίτι, μαζί με μια πέτρα και το αμίλητο νερό.
Όποιος πήγαινε στη βρύση να φέρει το αμίλητο νερό, δεν έπρεπε να μιλήσει καθόλου στο δρόμο, μέχρι να φτάσει στο σπίτι.
Με το νερό αυτό η μάνα μας ανανέωνε το καντήλι στα εικονίσματα και ράντιζε τις τέσσερις γωνιές του σπιτιού -ψιθυρίζοντας ευχές και ξόρκια- για να πάει καλά ο καινούριος χρόνος.
Το καθιερωμένο γλυκό των ημερών, ήταν η ζεστή μπομπότα,
με μπόλικες μαύρες Λευκαδίτικες σταφίδες, μέσα της.
Έκοβε ο αρχηγός ένα φελί για τον Χριστό, την Παναγία και του Άι-Βασίλη και μετά, ένα για κάθε μέλος της οικογένειας.
Όποιος τύχαινε την κριμένη δεκάρα, ήταν και ο τυχερός της χρονιάς.
Για το ποδαρικό της πρωτοχρονιά, τα καλοίσκιοτα παιδιά, που είχαν μάνα και πατέρα, ήτανε περιζήτητα.
Από μέρες τα κανάκευαν οι κυράδες της γειτονιάς και τους τάζανε λαγούς με πετραχήλια, για το ποδαρικό που θα τους κάνανε, ανήμερα την πρωτοχρονιά.